- αγριελίδι
- και αγρελίδι και αγριλίδι, τοτο αγριελάκι*.[ΕΤΥΜΟΛ. υποκορ. τού αγριελιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγρελίδι — το το αγριελίδι* … Dictionary of Greek
αγριελίδα — και αγριλίδα, η [αγριελίδι] η αγριελιά* … Dictionary of Greek
αγριελιδένιος — ια, ιο [αγριελίδι] ο αγριελήσιος* … Dictionary of Greek
αγριλίδι — το το αγριελίδι* … Dictionary of Greek